ἴσχυσαν

ἴσχυσαν
ἴ̱σχῡσαν , ἰσχύω
to be strong
aor ind act 3rd pl
ἴσχῡσαν , ἰσχύω
to be strong
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰσχῦσαν — ἰσχύω to be strong aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντισμός — Η σωματική και διανοητική κατάσταση, αλλά και οι γεροντικές συνήθειες. Γ. ονομάζεται επίσης το πολιτικό σύστημα, στο οποίο την αρχή έχουν οι γέροι, γνωστό και ως γεροντοκρατία. (Εκκλ.) Διοικητικό σύστημα του οικουμενικού πατριαρχείου της… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • ισχύω — (ΑΜ ἰσχύω) [ισχύς] 1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα») 2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον») 3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια») (νεοελλ. μσν.) έχω τη… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπόρνοθ, Ζιλ Αλβάρεθ Καρίγιο ντε– — (Gil Alvarez Carillo de Albornoz, Κουένκα 1310 – Βιτέρμπο 1367). Ισπανός καρδινάλιος. Προερχόταν από οικογένεια ευγενών της Αραγονίας και το 1367 έγινε αρχιεπίσκοπος του Τολέδο. Το πολιτικό έργο του κατά τη σταυροφορία εναντίον των Μαυριτανών της …   Dictionary of Greek

  • Αμάλφι — (Amalfi).Κωμόπολη (5.589 κάτ.) της νότιας Ιταλίας, στη χερσόνησο του Σορέντο, Δ του Σαλέρνο. Μαζί με τις γειτονικές της περιοχές, αποτελεί μια από τις πιο αξιόλογες τουριστικές ζώνες της νότιας Ιταλίας. Κατά τον Μεσαίωνα το Α. ήταν ναυτική… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιόνιοι κώδικες — Η κωδικοποιημένη νομοθεσία των Ιονίων νήσων που ίσχυσε από το 1841 έως την επέκταση της ελληνικής νομοθεσίας στον χώρο αυτό. Πρόκειται για τον Αστικό Κώδικα καθώς επίσης τον Ποινικό, την Ποινική Δικονομία, τον Εμπορικό, την Πολιτική Δικονομία και …   Dictionary of Greek

  • ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… …   Dictionary of Greek

  • παραδοσιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή στηρίζεται σε πρότυπα που καθιερώθηκαν από την παράδοση, που ίσχυσαν πολύ χρόνο κατά το παρελθόν: Η αρχιτεκτονική σχολή ασχολείται και με το σχεδιασμό παραδοσιακών οικισμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”